Λέγεται πως κάπου, κάποτε σ'ένα μακρινό μέρος οι άνθρωποι ομοίαζαν μεταξύ τους. Τόσο που ο καθένας δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τον εαυτό του από τον διπλανό του. Κανείς δεν είχε συναίσθηση προσωπική παρά συνεχώς πίστευε πως είναι παράλληλα το ίδιο άτομο με όλους τους υπόλοιπους. Όλοι, συνεπώς, ήταν κομμάτι ενός μόνο ανθρώπου, μιας κοινής και αδιάσπαστης ύπαρξης.
Όταν κάποιος έκανε μια σκέψη και την εξέφραζε κανείς δεν την κατέκρινε καθώς θεωρούσε πως ήταν κάτι που είχε σκεφτεί ένα κομμάτι του, ο ίδιος του ο εαυτός, και επομένως την ενστερνιζόταν. Και όταν πάλι ακουγόταν μια φωνή αντίθετη δεν γινόταν διαμάχη παρά όλοι αποδέχονταν την ύπαρξη και των δύο απόψεων ως κάτι το λογικό και φυσικό.
Έτσι, δημιουργούταν συνεχώς μια συλλογική συνείδηση, μια συλλογική αντίληψη μέσα από τη σύνδεση μικρών ιδεών του καθενός ξεχωριστά. Όλοι ζούσαν ειρηνικά και ευτυχισμένοι καθώς κανένας δεν σκεφτόταν να βλάψει τον εαυτό του.
Όμως κάποτε, κάποιος σκέφτηκε πως εφόσον όλοι είναι ένα τότε είναι μόνος στον κόσμο. Και το αίσθημα μοναξιάς μεταδόθηκε σαν πανδημία και κυρίεψε τους πάντες. Και άρχισαν να απομονώνουν τις σκέψεις τους, να χάνουν τον δεσμό τους με τους άλλους και να δρουν απομονωμένοι, αλλάζοντας δίχως να αντιλαμβάνονται την αλλαγή τους σε σχέση με τους υπόλοιπους που άλλαζαν διαφορετικά. Και τότε καθένας βρέθηκε μόνος, περιορισμένος σε ένα μόνο σώμα, σε έναν ψυχρό και αχανή κόσμο γεμάτο ξένους τους οποίους δεν μπορούσε να νιώσει αλλά ούτε και να μοιραστεί μαζί τους τις σκέψεις του.
Και ξαφνικά ακούστηκε από κάπου μια φωνή, μια σκέψη που εκδηλωνόταν, και όλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν και να τον ακούσουν μα κανένας δεν την αισθάνθηκε σαν δική του ούτε και ένιωσε την αντίληψή του να αλλάζει. Όλοι όμως τότε συνειδητοποίησαν πως αυτό που είχε αλλάξει ήταν πλέον ο κόσμος τους και ο ίδιος τους ο εαυτός.