Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Η γέφυρα

Έβρεχε. Είχαν περάσει ήδη δύο μέρες που ο καιρός δεν είχε αλλάξει. Ο ουρανός συνέχιζε να ποτίζει με άφθονη βροχή τα πεζοδρόμια δημιουργώντας λίμνες και χείμμαρους εκεί που κάποτε υπήρχε άσφαλτος και πέτρα. Όλη αυτή η κατάσταση ταίριαζε στη ζωή της. Τελευταία ένιωθε χειρότερα από άλλοτε. Πάντα πίστευε πως η ζωή την εκδικείται για το γεγονός ότι τόλμησε και μόνο να γεννηθεί και να αναπνεύσει τον αέρα αυτού του κόσμου. Είχε μόλις βγει από το σπίτι αφήνοντας τη μητέρα της στη σύνηθη κατάσταση νεκροφάνιας στον τριθέσιο καναπέ μετά από ένα βράδυ με σκληρές δόσεις του "βάλσαμού" της. Πριν τρεις μέρες είχε βρεθεί για μια ακόμη φορά στην εντατική αλλά ο θάνατος δεν της είχε κάνει τη χάρη να την απομακρύνει από τη μιζέρια της. Ο πατέρας της και πάλι ήταν απών, απών από παντού και από όλα. Άλλωστε τι ενδιαφέρον μπορεί να είχε ένας άνθρωπος που του άρεσε να τριγυρνά στα σοκάκια και να κάνει τις δουλειές του με ανθρώπους που ο παράδεισος είχε από καιρού αποκληρώσει. Όχι, τα πάντα γύρω της ήταν σε μία διαρκή σήψη και η βροχή που έπεφτε πάνω της δεν τα έκανε καλύτερα. Περνώντας τη μεγάλη λεωφόρο βρέθηκε δίπλα στο ποτάμι. Ανέβηκε τα σκαλιά της γέφυρας και πηδώντας μία δοκό βρέθηκε σε ένα διάδρομο, σε μία εσοχή λίγο χαμηλότερα που προοριζόταν μόνο για τους συντηρητές, αν και μερικές φορές φιλοξενούσε ζευγάρια που ήθελαν να κρυφτούν από τα μάτια του κόσμου. Από εκεί μπορούσε να δει καλύτερα τα ορμητικά νερά του ποταμού να αφρίζουν με μανία. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελε πολύ να φύγει μαζί τους και να τα αφήσει να καθορίσουν όπως θέλουν τη μοίρα της. Πίστευε όμως ότι ακόμα κι αν έκανε κάτι τέτοιο η ίδια η μοίρα δεν θα την άφηνε να γλιτώσει τόσο εύκολα. Σε μια προσπάθεια να καθαρίσει τα νερά που την εμπόδιζαν να δει καθαρά σκούπισε το πρόσωπό της με το χέρι της, όμως μάταια καθώς ήταν κι αυτό βρεγμένα. Είχε φορέσει πρόχειρα το αδιάβροχο που της είχε χαρίσει ο μοναδικός φίλος που ποτέ της στάθηκε σε όλο αυτό το χάος. Αν και πλέον έμενε 50 χιλιόμετρα μακρυά, ερχόταν που και που για να δίνει ένα ελάχιστο νόημα στις άσκοπες μέρες της. Η αλήθεια είναι πως τα συναισθήματά της τον καθόριζαν ως κάτι παραπάνω από έναν απλό φίλο, η λογική της όμως της έλεγε πως κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι δυνατό. Ποια ελπίδα άλλωστε θα μπορούσε να υπάρχει έστω και για να συμβεί το ελάχιστο καλό στη ζωή της...Άρχισε να κλαίει. Τα δάκρυά της δεν ξεχώριζαν από τις σταγόνες που ήδη υπήρχαν παντού στο πρόσωπό της. Γιατί δεν είχε φύγει τότε που μπορούσε; Γιατί δεν είχε τις ευκαιρίες που θα άξιζε; Γιατί δεν είχε το θάρρος και τη δύναμη να βάλει ένα τέλος σε όλα αυτά; Ήθελε να φύγει, να αρχίσει να τρέχει στους δρόμους και στις πλατείες και να ουρλιάζει. Άρχισε να κάνει σπασμωδικές κινήσεις και προσπάθησε να πατήσει στο κάγκελο για να ανέβει στη δοκό της πάνω επιφάνειας. Μέσα όμως στο τρέμουλό της γλίστρησε και έπεσε. Πιάστηκε από μία προεξοχή και προσπάθησε να ανεβεί και πάλι στην εσοχή καθώς κρεμόταν με το ορμητικό ποτάμι από κάτω της. Ήταν όμως πολύ αδύναμη. Το κλάμα της έγινε τώρα πιο έντονο, σπαραγμός. Το χέρι της σιγά σιγά γλιστρούσε και τελικά βρέθηκε στον αέρα. Γρήγορα το νερό την αγκάλιασε και οι αφροί την χτυπούσαν και δεν την άφηναν να καθορίσει την πορεία της. Ένιωσε βαθιά απελπισία, πιο βαθιά από ποτέ. Ζούσε κάτι που δεν της άξιζε καθόλου. Κάτι που δεν θα έπρεπε να είναι δικό της βίωμα αλλά κάποιου άλλου, ανάξιου να σταθεί στον κόσμο. Τα κύματα την στριφογύριζαν στο νερό με μανία και δεν την άφηναν να πάρει ανάσα. Το ποτάμι την έσυρε στα πλάγια , εκεί που το νερό συναντούσε τις πέτρες του πεζοδρομίου έκανε προσπάθειες να πιαστεί από μία όμως μάταια. Και τότε ένα χέρι την άρπαξε και την τράβηξε με δύναμη από την μπλούζα. Ένα δεύτερο την έπιασε από το χέρι και την έσυρε στις πέτρες και έξω από το νερό. Βρέθηκε ανάσκελα να κοιτάει ένα γνώριμο πρόσωπο, αυτόν για τον οποίον είχε πάει στη γέφυρα, αυτόν το οποίον θα συναντούσε μετά από καιρό εκεί. Καθώς έχανε τις αισθήσεις της σκεφτόταν μόνο ένα πράγμα: η ζωή έπαιζε σκληρά παιχνίδια μαζί της, της είχε όμως δείξει εκείνο το πρόσωπο που θα μπορούσε να την απελευθερώσει από τον χείμαρρο της δικής της μίζερης κατάστασης. Ο θάνατος δεν ήταν η λύτρωση γι'αυτήν, αλλά ένα σοκ για να την ταρακουνήσει και να της θυμίσει πως αυτό που πραγματικά θέλει είναι να ζήσει και να παλέψει για κάτι καλύτερο.

Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

Εκεί που κάποτε υπήρχες εσύ...

Κάπου μέσα στις αμέτρητες στιγμές της ζωής μας, εκεί, ανάμεσα στα χαμόγελα, τα δάκρυα, τη σιγή, το βλέμμα όλο νόημα, χάνουμε ένα μικροσκοπικό κομμάτι του εαυτού μας. Και είναι πολύ δύσκολο να το αντιληφθούμε εκείνη τη στιγμή. Ίσως ακατόρθωτο. Όταν όμως μετά από καιρούς και χρόνια ανοίξουμε το φωτογραφικό μας άλμπουμ συνειδητοποιούμε ότι πίσω από αυτό το πρόσωπο, το τόσο γνώριμο και οικείο, κρύβεται ένας άλλος άνθρωπος. Αυτά τα μάτια, τα φαινομενικά ίδια και απαράλλαχτα στο πέρασμα του χρόνου, έχουν ξεθωριάσει, καθώς εκεί πάνω, κάπου, κάποτε βρισκόταν αυτό το πρόσωπο, αυτή η αίσθηση, αυτή η πλευρά του εαυτού μας,  χρόνια λησμονημένη.

Είναι να αναρωτιέται κανείς πού πηγαίνουν όλα αυτά και γιατί φεύγουν. Πώς θα ήταν άραγε αν οι καταστάσεις είχαν κυλήσει αλλιώς. Αν το παιδί εκείνο...αν εγώ, δεν είχα βιώσει εκείνη τη στιγμή της απογοήτευσης. Αν καθώς μεγάλωνα δεν γνώριζα τους φίλους που είχα γνωρίσει. Αν η ζωή μου περιλάμβανε λιγότερες στιγμές χαράς, περισσότερη απομόνωση, αβεβαιότητα και ένα εφηβικό χάος ή πάλι το αντίστροφο. Ίσως τώρα ,μετά από όλα αυτά, να ήμουν κάποιος άλλος.

Κι όμως ... η βροχή έξω με κάνει να συνειδητοποιώ πως στην πραγματικότητα ποτέ κανένα κομμάτι μου δεν χάθηκε στο άγνωστο. Δεν με παράτησε, παρά μόνο μεταμορφώθηκε, άλλαξε για να προσαρμοστεί στα θέλω μου μα ποτέ δεν άφησε εκείνο το σημείο στο οποίο κάποτε σταμάτησα να το διακρίνω. Ίσως τελικά, μετά από πολλά χρόνια, τα μάτια δεν αλλάζουν πραγματικά, αλλά ο άνθρωπος πίσω από αυτά έχει πλέον έναν διαφορετικό τρόπο να τα κοιτάζει μέσα από τον καθρέφτη.