Άνοιξε το κουτί με τους μικρούς θησαυρούς της. Ήταν μικρό μα δεν του έλειπε τίποτα σε περίτεχνα και πολύχρωμα σχέδια. Δύο γράμματα μέσα σ'αυτό. Έπιασε το ένα και το ξετύλιξε αργά, με δέος. Διάβασε τις πρώτες γραμμές. Ήταν σαν να το ζούσε χθες, τόσο ζωντανό και αισιόδοξο. Γραμμένα με ορνιθοσκαλίσματα μικρά τραγούδια ασυνάρτητα που μιλούσαν για όμορφα λουλούδια και ηλιόλουστες μέρες .Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της αργά, χαϊδεύοντας το κουρασμένο δέρμα της. Τα μάτια της γυάλιζαν, μαύρα καθώς ήταν και βρεγμένα. Ο χώρος μικρός. Αν και έξω είχε ήλιο οι κουρτίνες ήταν κλειστές αφήνοντας μόνο ένα πορτοκαλί φως να περάσει μέσα και να φωτίσει αμυδρά τις ανοιχτές κούτες που γέμιζαν κάθε σπιθαμή του δωματίου. Χάρτινες, σκονισμένες, γεμάτες με αναμνήσεις μιας ζωής.
Άφησε το γράμμα ξανά μέσα στο κουτί και το έκλεισε βάζοντάς το στο παλιό κομοδίνο. "Για την μαμά μου που την αγαπώ" , έγραφε πάνω με πολύχρωμα γράμματα περιτριγυρισμένα από καρδούλες. Κατέβηκε τις σκάλες της σοφίτας και βρέθηκε στον πρώτο όροφο. Περπάτησε λίγο και έστριψε σ'ένα δωμάτιο. Ήταν μισοάδειο. Τα περισσότερα πράγματα είχαν μεταφερθεί πάνω και μόνο λίγα βασικά έπιπλα είχαν αφεθεί εκεί να περιμένουν την επόμενη ψυχή που θα φιλοξενήσουν σύντομα.
Κάποτε ερχόταν εδώ κάθε πρωί και την ξυπνούσε για το σχολείο χαϊδεύοντας απαλά τα χρυσά μαλλάκια της και φιλώντας το μέτωπό της. Αυτό αρκούσε για να ανοίξει δειλά τα καστανά, γεμάτα παιδική ζωντάνια μάτια της και να την αγκαλιάσει πριν σηκωθεί από το κρεβάτι.
Ξαφνικά η καμπάνα της κοντινής εκκλησίας άρχισε να χτυπά πένθιμα ξυπνώντας μέσα της ένα σκοτεινό χείμαρρο θλίψης. Τα δάκρυα ξεχείλισαν από τα μάτια της και τα πόδια της μη μπορώντας να την κρατήσουν την άφησαν να πέσει στο πάτωμα μέσα σε λιγμούς. Είχαν περάσει πέντε μήνες από τότε που οι άγγελοι πήραν την μικρή συντρόφισσά τους μακρυά από αυτόν τον κόσμο , κι όμως δεν είχε ξεχάσει ούτε ένα μικρό κομμάτι του πόνου.
Αναπάντεχα ένιωσε μια ανεπαίσθητη κλωτσιά μέσα της. Σκούπισε τα δάκρυά της και άγγιξε την φουσκωμένη κοιλιά της. Το ένιωσε πάλι, ήταν εκεί μέσα, ζωντανό. Χαμογέλασε ελαφρά, αμήχανα. Δεν ήξερε τι έπρεπε να νιώσει. Ήταν τόσο πολύπλοκο αυτό που βίωνε αυτή τη στιγμή. Δυο καταστάσεις αντιβαλλόμενες. Τι μπορούσε να κάνει όμως...η ζωή ποτέ δεν τελειώνει πραγματικά.
Άφησε το γράμμα ξανά μέσα στο κουτί και το έκλεισε βάζοντάς το στο παλιό κομοδίνο. "Για την μαμά μου που την αγαπώ" , έγραφε πάνω με πολύχρωμα γράμματα περιτριγυρισμένα από καρδούλες. Κατέβηκε τις σκάλες της σοφίτας και βρέθηκε στον πρώτο όροφο. Περπάτησε λίγο και έστριψε σ'ένα δωμάτιο. Ήταν μισοάδειο. Τα περισσότερα πράγματα είχαν μεταφερθεί πάνω και μόνο λίγα βασικά έπιπλα είχαν αφεθεί εκεί να περιμένουν την επόμενη ψυχή που θα φιλοξενήσουν σύντομα.
Κάποτε ερχόταν εδώ κάθε πρωί και την ξυπνούσε για το σχολείο χαϊδεύοντας απαλά τα χρυσά μαλλάκια της και φιλώντας το μέτωπό της. Αυτό αρκούσε για να ανοίξει δειλά τα καστανά, γεμάτα παιδική ζωντάνια μάτια της και να την αγκαλιάσει πριν σηκωθεί από το κρεβάτι.
Ξαφνικά η καμπάνα της κοντινής εκκλησίας άρχισε να χτυπά πένθιμα ξυπνώντας μέσα της ένα σκοτεινό χείμαρρο θλίψης. Τα δάκρυα ξεχείλισαν από τα μάτια της και τα πόδια της μη μπορώντας να την κρατήσουν την άφησαν να πέσει στο πάτωμα μέσα σε λιγμούς. Είχαν περάσει πέντε μήνες από τότε που οι άγγελοι πήραν την μικρή συντρόφισσά τους μακρυά από αυτόν τον κόσμο , κι όμως δεν είχε ξεχάσει ούτε ένα μικρό κομμάτι του πόνου.
Αναπάντεχα ένιωσε μια ανεπαίσθητη κλωτσιά μέσα της. Σκούπισε τα δάκρυά της και άγγιξε την φουσκωμένη κοιλιά της. Το ένιωσε πάλι, ήταν εκεί μέσα, ζωντανό. Χαμογέλασε ελαφρά, αμήχανα. Δεν ήξερε τι έπρεπε να νιώσει. Ήταν τόσο πολύπλοκο αυτό που βίωνε αυτή τη στιγμή. Δυο καταστάσεις αντιβαλλόμενες. Τι μπορούσε να κάνει όμως...η ζωή ποτέ δεν τελειώνει πραγματικά.