Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Παιχνίδια της ζωής

Άνοιξε το κουτί με τους μικρούς θησαυρούς της. Ήταν μικρό μα δεν του έλειπε τίποτα σε περίτεχνα και πολύχρωμα σχέδια. Δύο γράμματα μέσα σ'αυτό. Έπιασε το ένα και το ξετύλιξε αργά, με δέος. Διάβασε τις πρώτες γραμμές. Ήταν σαν να το ζούσε χθες, τόσο ζωντανό και αισιόδοξο. Γραμμένα με ορνιθοσκαλίσματα μικρά τραγούδια ασυνάρτητα που μιλούσαν για όμορφα λουλούδια και ηλιόλουστες μέρες .Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της αργά, χαϊδεύοντας το κουρασμένο δέρμα της. Τα μάτια της γυάλιζαν, μαύρα καθώς ήταν και βρεγμένα. Ο χώρος μικρός. Αν και έξω είχε ήλιο οι κουρτίνες ήταν κλειστές αφήνοντας μόνο ένα πορτοκαλί φως να περάσει μέσα και να φωτίσει αμυδρά τις ανοιχτές κούτες που γέμιζαν κάθε σπιθαμή του δωματίου. Χάρτινες, σκονισμένες, γεμάτες με αναμνήσεις μιας ζωής.

Άφησε το γράμμα ξανά μέσα στο κουτί και το έκλεισε βάζοντάς το στο παλιό κομοδίνο. "Για την μαμά μου που την αγαπώ" , έγραφε πάνω με πολύχρωμα γράμματα περιτριγυρισμένα από καρδούλες. Κατέβηκε τις σκάλες της σοφίτας και βρέθηκε στον πρώτο όροφο. Περπάτησε λίγο και έστριψε σ'ένα δωμάτιο. Ήταν μισοάδειο. Τα περισσότερα πράγματα είχαν μεταφερθεί πάνω και μόνο λίγα βασικά έπιπλα είχαν αφεθεί εκεί να περιμένουν την επόμενη ψυχή που θα φιλοξενήσουν σύντομα.

Κάποτε ερχόταν εδώ κάθε πρωί και την ξυπνούσε για το σχολείο χαϊδεύοντας απαλά τα χρυσά μαλλάκια της και φιλώντας το μέτωπό της. Αυτό αρκούσε για να ανοίξει δειλά τα καστανά, γεμάτα παιδική ζωντάνια μάτια της και να την αγκαλιάσει πριν σηκωθεί από το κρεβάτι.

Ξαφνικά η καμπάνα της κοντινής εκκλησίας άρχισε να χτυπά πένθιμα ξυπνώντας μέσα της ένα σκοτεινό χείμαρρο θλίψης. Τα δάκρυα ξεχείλισαν από τα μάτια της και τα πόδια της μη μπορώντας να την κρατήσουν την άφησαν να πέσει στο πάτωμα μέσα σε λιγμούς. Είχαν περάσει πέντε μήνες από τότε που οι άγγελοι πήραν την μικρή συντρόφισσά τους μακρυά από αυτόν τον κόσμο , κι όμως δεν είχε ξεχάσει ούτε ένα μικρό κομμάτι του πόνου.

Αναπάντεχα ένιωσε μια ανεπαίσθητη κλωτσιά μέσα της. Σκούπισε τα δάκρυά της και άγγιξε την φουσκωμένη κοιλιά της. Το ένιωσε πάλι, ήταν εκεί μέσα, ζωντανό. Χαμογέλασε ελαφρά, αμήχανα. Δεν ήξερε τι έπρεπε να νιώσει. Ήταν τόσο πολύπλοκο αυτό που βίωνε αυτή τη στιγμή. Δυο καταστάσεις αντιβαλλόμενες. Τι μπορούσε να κάνει όμως...η ζωή ποτέ δεν τελειώνει πραγματικά.

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Μονοπάτια

           Ο καιρός ήταν ψυχρός, παγωμένος, τόσο που αναρωτιόμουν αν ο ήλιος είχε ρίξει ποτέ τις ακτίνες του σ'αυτό το μέρος. Ήταν νύχτα, σκοτεινά, το φεγγάρι έδειχνε το τελευταίο του κομμάτι πριν χαθεί στον ορίζοντα. Θόρυβος δεν ακουγόταν παρά μόνο το θρόισμα των φύλλων. Απόλυτη σιγή, γαλήνη, αν και πυκνό δάσος με περιτριγύριζε. Περπατούσα και άκουγα τα βαριά, αργά βήματά μου να ταράζουν το για καιρό απάτητο χώμα.
Ήμουν μόνος, καμιά ψυχή δεν βρισκόταν γύρω μου. Το μόνο που έβλεπα μπροστά μου ήταν το μονοπάτι που περπατούσα. Διακλαδιζόταν κάθε λίγα μέτρα οδηγώντας στο άγνωστο, βαθιά στο δάσος. Εγώ συνέχιζα πάντα ευθεία. Προσπερνούσα γρήγορα κάθε παράδρομο.
Ήμουν εντελώς ατάραχος, χαμένος σε λήθη. Ανέπνεα σταθερά, σιγανά, σιωπηλά. Το μόνο πράγμα που δήλωνε την παρουσία μου σε κάποιον παρατηρητή θα ήταν τα χνώτα μου. Άυλα, ελεύθερα, αιωρούνταν και χάνονταν στο αέρα προς κάθε κατεύθυνση.
Σήκωσα ψηλά το κεφάλι μου. Τα φυλλώματα γίνονταν πιο αραιά, τα δέντρα λιγότερα. Μέσα σε λίγα λεπτά βρέθηκα σ'ένα μικρό ξέφωτο. Ακουγόταν ένας ήχος. Μέσα στο ψηλό γρασίδι βρισκόταν ένα παιδί. Αγνάντευε τα αστέρια ξαπλωμένο ανάσκελα ενώ παράλληλα έκοβε ασυνείδητα χορταράκια από δίπλα του.
Γρήγορα κατάλαβε την παρουσία μου μα δεν γύρισε να με κοιτάξει, δεν τρόμαξε, σαν να ήμουν πάντα εκεί, σαν να με ήξερε.
- Ακόμα κι αν το φως του φεγγαριού αλλάζει μέρα με τη μέρα τ'αστέρια είναι εκεί, σταθεροί οδηγοί, πάντα βρίσκονται στον ουρανό και αυτό δεν πρόκειται ν'αλλάξει, είπε καθώς πλησίαζα συνεχίζοντας να κοιτά τον ουρανό.
Είχα φτάσει πια μόλις δύο μέτρα μακρυά του. Ήμουν μπερδεμένος. Δεν αποκρίθηκα. Γύρισε και με κοίταξε αργά. Το βλέμμα του πρόδιδε μια αγνότητα, μια ξεγνοιασιά παράλογη για ένα παιδί μόνο σε ένα τέτοιο μέρος.
-Ποιος είναι ο λόγος που βρίσκεσαι εδώ; με ρώτησε.
Δεν ήξερα τι έπρεπε να απαντήσω.
-Πάντα ήμουν εδώ.
-Κι όμως δεν ήσουν, πρόλαβε να απαντήσει. Το ξέρουμε και οι δύο αυτό.
Ξαναγύρισε το βλέμμα του στον ουρανό.
-Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;
-Υποθέτω θα επιστρέψω στο δάσος να συνεχίσω το δρόμο μου.
-Κάνεις κύκλους όλον αυτό τον καιρό.
Ξαφνιάστηκα , δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ κάτι τέτοιο.
-Κι όμως το ήξερες μέσα σου. Γιατί δεν πήρες καποιο παράπλευρο μονοπάτι; Υπήρχαν τόσα.
-Δεν ξέρω πραγματικά γιατί. Ίσως φοβόμουν.
Το παιδί έμεινε σιωπηλό.
-Έχασες τόσα πράγματα που βρίσκονταν στο τέλος τους, είπε τελικά.
Σηκώθηκε όρθιο και γύρισε προς τα εμένα. Το μέρος που στεκόταν ήταν το μόνο μέρος που το φεγγάρι έριχνε λαμπερό το φως του σ'όλο το ξέφωτο. Με πλησίασε. Μου έπιασε το χέρι και με κοίταξε στα μάτια. Είχε κάτι τόσο γνώριμο στο πρόσωπο του, κάτι τόσο οικείο.
-Είναι καιρός να φύγουμε από εδώ. Ακολούθησέ με, είπε.
Προχωρούσαμε για αρκετή ώρα. Γυρίσαμε πίσω και πήραμε κάθε μονοπάτι που είχα προσπεράσει. Στο τέλος του καθενός βρισκόταν και από ένα μικρό γυαλιστερό αντικείμενο, κομμάτι ενός μεγαλύτερου. Φτάσαμε κάποια στιγμή στην αρχή του δάσους, εκεί από όπου κάποτε είχα ξεκινήσει, εκεί όπου το δάσος ήταν ακόμα αραιό, μερικά μόνο διάσπαρτα δέντρα σ'ένα λιβάδι.
Ξημέρωνε, το πρώτο φως του ήλιου έλαμψε στα μάτια του παιδιού καθώς με κοίταξε. Ύστερα με αγκάλιασε σφιχτά και χάθηκε, εξαφανίστηκε. Μόνος, στεκόμουν εκεί κοιτάζοντας τον ήλιο ν'ανατέλλει.
Έβαλα τα χέρια μου στις τσέπες. Άγγιξα όλα εκείνα τα αντικείμενα που είχα δει και είχα μαζέψει πιο πριν από τα μονοπάτια. Τα έβγαλα και τα ένωσα. Συνέθεταν σαν παζλ έναν καθρέφτη. Κοίταξα μέσα σ'αυτόν και είδα το παιδί εκείνο, να με κοιτάει χαμογελώντας μ'ένα βλέμμα αισιοδοξίας και ανυπομονησίας για το νέο.

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Στιγμές μόνοι, στιγμές ελεύθεροι

Στη ζωή όλοι χρειαζόμαστε κάποιες στιγμές εντελώς μόνοι. Στιγμές αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο και τα προβλήματά του, αφιερωμένοι, κλειδωμένοι σε έναν αποκλειστικά δικό μας κόσμο, προσωπικό. Εκεί βιώνουμε τα συναισθήματα, τις εμπειρίες, τις στιγμές που η πραγματικότητα αδυνατεί να προσφέρει. Βυθιζόμαστε στα άδυτα του ίδιου μας του εαυτού, του υποσυνείδητού μας και βλέπουμε κάθε σκέψη, κάθε ελπίδα, κάθε επιθυμία αγνή, γυμνή από κριτικές και περιορισμούς που η κοινωνία επιβάλλει. Κανείς δεν είναι εκεί να μας δει, κανείς δεν είναι εκεί να μας ακούσει, κανείς να ενδιαφερθεί για το τι κάνουμε, τι είμαστε. Μόνοι μα τόσο ελεύθεροι ξεδιπλώνουμε την φαντασία και τους συνειρμούς μας αφήνοντας τα να αναδημιουργήσουν το παρελθόν, να παραλλάξουν το παρόν, να εξιδανικεύσουν το μέλλον. Σαν προβολές ταινίας, σκηνές έρχονται και φεύγουν άλλοτε τόσο απλές, γυμνές από κάθε τι περιττό, περιορισμένες μόνο σ'ένα μόριο μιας στιγμής, μιας εικόνας, ενός βλέμματος, μιας κίνησης. Άλλοτε πάλι η σκηνή μας κατακλύζει.  Ένας χείμαρρος σκέψεων, ιδεών, ελπίδων διαχέεται παντού στο μυαλό μας και νιώθουμε ζωντανοί, αποδεχόμενοι το παρελθόν, στηριζόμενοι στο παρόν, έτοιμοι για κάθε μέλλον. Χανόμαστε για ώρες, χρόνια, χιλιετίες και ο χρόνος μοιάζει ασήμαντος, άπιαστος, ανύπαρκτος. Όλα απομονώνονται κι'όλα γίνονται ξεκάθαρα. Κι όταν έρθει η στιγμή να ανοίξουμε πάλι τα μάτια μας, ακούμε ξανά εκείνη τη μελωδία που έδωσε ζωή στο ταξίδι και νιώθουμε πλήρεις, έτοιμοι, κουβαλώντας το κουράγιο που χρειαζόμαστε για να συνεχίσουμε να ζούμε...

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Μικρά μεγαλεία



Μέσα στον ενθουσιασμό μου για το ότι ξεκινούσα κάτι νέο, δικό μου που θα έδινε μια ακόμα πινελιά στον καμβά της καθημερινότητάς μου καθόμουν και σκεφτόμουν τι πραγματικά θα ήταν καλό για πρώτο άρθρο στη σελίδα αυτή αλλά όσο κι αν σπαταλούσα το χρόνο μου δεν έβρισκα τίποτα. Κι ύστερα σκέφτηκα: αλήθεια, τι με έκανε να αποφασίσω να ξεκινήσω ένα δικό μου "ιστολόγιο";

Θα μπορούσε ίσως να ήταν ένα βίτσιο της ημέρας, χωρίς καμμία σημασία. Όπως όταν μας έρχεται μια έντονη επιθυμία να φάμε σοκολάτα, σε μια άσχετη στιγμή, όταν τίποτε ενδιαφέρον δεν συμβαίνει. Από την άλλη όμως ξόδεψα αρκετό χρόνο και παραμέρισα πολλές υποχρεώσεις μόνο και μόνο για να διαλέξω τα βασικά γι'αυτό: όνομα, θέμα, εμφάνιση...Επομένως δεν μπορεί αυτή η σελίδα να έγινε εξαιτίας κάτι τόσο απλού.

Και αν είχα επηρεαστεί από κάποιου είδους μόδα; Αν σκεφτεί κανείς πως ένα τραγούδι το οποίο σιχαίνεσαι τρομερά να ακούς καταλήγεις πολλές φορές να πιάνεις τον εαυτό σου να το σιγοτραγουδά και πραγματικά να γυρίζει σαν εμμονή στο μυαλό σου, τότε δεν μοιάζει καθόλου απίθανη μια τέτοια περίπτωση. Άλλωστε το μπλόγκινγκ διαδίδεται όλο και περισσότερο και όλο και περισσότεροι άνθρωποι αποφασίζουν να προσθέτουν τις δικές τους λέξεις στα δισεκατομμύρια των υπολοίπων του χάους του διαδικτύου.

Και τότε, ξαφνικά ήταν τόσο προφανές! Το μυστικό κρυβόταν σε μια τόσο ασήμαντη λέξη..."λέξεις". Αυτό το μικρό ανθρώπινο δημιούργημα, ικανό όμως να κουβαλά μέσα του τις πιο ενδόμυχες σκέψεις του κάθε ανθρώπου. Λέξεις που εκφράζουν συναισθήματα, ιδέες, φόβους, προσδοκίες, πεποιθήσεις, μια εξομολόγηση. Λέξεις που περιγράφουν μια κρύα νύχτα του χειμώνα σε ένα στενό πέτρινο δρομάκι με σπίτια γύρω παλιά , ταλαιπωρημένα, που κουβαλούν μια ιστορία, τα δικά τους μυστικά να αποκαλύψουν σε έναν πρόθυμο περαστικό που θα ενώσει τα χνώτα του με τον απαλό καπνό της καμινάδας τους στο δρόμο του για τα αστέρια . Κι ενώ το κρύο μπαίνει μέσα από τα ρούχα τσιμπώντας το δέρμα για να σου θυμίσει πως είσαι ζωντανός, εσύ στρέφεις το κεφάλι σου ψηλά για να νιώσεις δέος μπροστά σε ένα απέραντο μαύρο γεμάτο λαμπερά στίγματα που σε κάνουν να νιώθεις υπέρτατα ευγνώμων που κάποιος, κάπου έδωσε σε ένα τόσο μικρό και σχετικά ασήμαντο πράγμα σαν εσένα, το δικαίωμα να αποτελείς ένα κομμάτι όλου αυτού.

Και ήταν σίγουρα τελικά αυτά που γέννησαν αυτή τη σελίδα: συναισθήματα, εμπνεύσεις, προβληματισμοί, ονειροπολήσεις που ζητούν απεγνωσμένα να αποκτήσουν μορφή και υπόσταση μέσα από λίγα, μικρής καλλιτεχνικής αξίας σχήματα, τα γράμματα.